Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταζώστης
καταζωστικός
καταθαλαττόω
καταθαμβέομαι
καταθάπτω
καταθαρσέω
καταθαρσύνω
καταθεάομαι
καταθεατέον
καταθέλγω
κατάθελξις
κατάθεμα
καταθεματίζω
καταθεμελιόω
κατάθεος
κατάθεσις
καταθετέον
καταθέω
καταθεωρέω
καταθεώρησις
καταθήγω
View word page
κατάθελξις
enchantment

ShortDef

enchantment

Debugging

Headword:
κατάθελξις
Headword (normalized):
κατάθελξις
Headword (normalized/stripped):
καταθελξις
IDX:
45633
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45634
Key:

Data

{'content': 'enchantment'}