Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταζωμεύω
καταζώννυμι
κατάζωσμα
καταζώστης
καταζωστικός
καταθαλαττόω
καταθαμβέομαι
καταθάπτω
καταθαρσέω
καταθαρσύνω
καταθεάομαι
καταθεατέον
καταθέλγω
κατάθελξις
κατάθεμα
καταθεματίζω
καταθεμελιόω
κατάθεος
κατάθεσις
καταθετέον
καταθέω
View word page
καταθεάομαι
to look down upon, watch from above
ShortDef
to look down upon, watch from above
Debugging
Headword:
καταθεάομαι
Headword (normalized):
καταθεάομαι
Headword (normalized/stripped):
καταθεαομαι
IDX:
45630
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45631
Key:
Data
{'content': 'to look down upon, watch from above'}