Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταζῶ
καταζωμεύω
καταζώννυμι
κατάζωσμα
καταζώστης
καταζωστικός
καταθαλαττόω
καταθαμβέομαι
καταθάπτω
καταθαρσέω
καταθαρσύνω
καταθεάομαι
καταθεατέον
καταθέλγω
κατάθελξις
κατάθεμα
καταθεματίζω
καταθεμελιόω
κατάθεος
κατάθεσις
καταθετέον
View word page
καταθαρσύνω
to embolden

ShortDef

to embolden

Debugging

Headword:
καταθαρσύνω
Headword (normalized):
καταθαρσύνω
Headword (normalized/stripped):
καταθαρσυνω
IDX:
45629
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45630
Key:

Data

{'content': 'to embolden'}