Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμετροβαθής
ἀμετρόβιος
ἀμετρόδικος
ἀμετροεπής
ἀμετροεπία
ἀμετρόκακος
ἀμετροπαθής
ἀμετροπότης
ἄμετρος
ἀμεύομαι
ἀμευσιεπής
ἀμεύσιμος
ἀμευσίπορος
ἄμη
ἁμῆ
ἀμήν
ἀμήνιτος
ἀμήνυτος
ἀμήρυτος
ἄμης
ἀμητήρ
View word page
ἀμευσιεπής
surpassing words

ShortDef

surpassing words

Debugging

Headword:
ἀμευσιεπής
Headword (normalized):
ἀμευσιεπής
Headword (normalized/stripped):
αμευσιεπης
IDX:
4562
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4563
Key:

Data

{'content': 'surpassing words'}