Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταζηλόω
καταζητέω
καταζοφόω
καταζυγίς
κατάζυμος
καταζῶ
καταζωμεύω
καταζώννυμι
κατάζωσμα
καταζώστης
καταζωστικός
καταθαλαττόω
καταθαμβέομαι
καταθάπτω
καταθαρσέω
καταθαρσύνω
καταθεάομαι
καταθεατέον
καταθέλγω
κατάθελξις
κατάθεμα
View word page
καταζωστικός
of or for girding

ShortDef

of or for girding

Debugging

Headword:
καταζωστικός
Headword (normalized):
καταζωστικός
Headword (normalized/stripped):
καταζωστικος
IDX:
45624
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45625
Key:

Data

{'content': 'of or for girding'}