Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατάζευξις
καταζηλόω
καταζητέω
καταζοφόω
καταζυγίς
κατάζυμος
καταζῶ
καταζωμεύω
καταζώννυμι
κατάζωσμα
καταζώστης
καταζωστικός
καταθαλαττόω
καταθαμβέομαι
καταθάπτω
καταθαρσέω
καταθαρσύνω
καταθεάομαι
καταθεατέον
καταθέλγω
κατάθελξις
View word page
καταζώστης
girth, strap
ShortDef
girth, strap
Debugging
Headword:
καταζώστης
Headword (normalized):
καταζώστης
Headword (normalized/stripped):
καταζωστης
IDX:
45623
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45624
Key:
Data
{'content': 'girth, strap'}