Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατάζευγμα
καταζεύγνυμι
καταζευγοτροφέω
κατάζευξις
καταζηλόω
καταζητέω
καταζοφόω
καταζυγίς
κατάζυμος
καταζῶ
καταζωμεύω
καταζώννυμι
κατάζωσμα
καταζώστης
καταζωστικός
καταθαλαττόω
καταθαμβέομαι
καταθάπτω
καταθαρσέω
καταθαρσύνω
καταθεάομαι
View word page
καταζωμεύω
sup up
ShortDef
sup up
Debugging
Headword:
καταζωμεύω
Headword (normalized):
καταζωμεύω
Headword (normalized/stripped):
καταζωμευω
IDX:
45620
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45621
Key:
Data
{'content': 'sup up'}