Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταζάω
κατάζευγμα
καταζεύγνυμι
καταζευγοτροφέω
κατάζευξις
καταζηλόω
καταζητέω
καταζοφόω
καταζυγίς
κατάζυμος
καταζῶ
καταζωμεύω
καταζώννυμι
κατάζωσμα
καταζώστης
καταζωστικός
καταθαλαττόω
καταθαμβέομαι
καταθάπτω
καταθαρσέω
καταθαρσύνω
View word page
καταζῶ
live one's life out, live on

ShortDef

live one's life out, live on

Debugging

Headword:
καταζῶ
Headword (normalized):
καταζῶ
Headword (normalized/stripped):
καταζω
IDX:
45619
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45620
Key:

Data

{'content': "live one's life out, live on"}