Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταζαίνω
καταζάω
κατάζευγμα
καταζεύγνυμι
καταζευγοτροφέω
κατάζευξις
καταζηλόω
καταζητέω
καταζοφόω
καταζυγίς
κατάζυμος
καταζῶ
καταζωμεύω
καταζώννυμι
κατάζωσμα
καταζώστης
καταζωστικός
καταθαλαττόω
καταθαμβέομαι
καταθάπτω
καταθαρσέω
View word page
κατάζυμος
fermented

ShortDef

fermented

Debugging

Headword:
κατάζυμος
Headword (normalized):
κατάζυμος
Headword (normalized/stripped):
καταζυμος
IDX:
45618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45619
Key:

Data

{'content': 'fermented'}