Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταέννυμι
καταζαίνω
καταζάω
κατάζευγμα
καταζεύγνυμι
καταζευγοτροφέω
κατάζευξις
καταζηλόω
καταζητέω
καταζοφόω
καταζυγίς
κατάζυμος
καταζῶ
καταζωμεύω
καταζώννυμι
κατάζωσμα
καταζώστης
καταζωστικός
καταθαλαττόω
καταθαμβέομαι
καταθάπτω
View word page
καταζυγίς
connecting-rod

ShortDef

connecting-rod

Debugging

Headword:
καταζυγίς
Headword (normalized):
καταζυγίς
Headword (normalized/stripped):
καταζυγις
IDX:
45617
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45618
Key:

Data

{'content': 'connecting-rod'}