Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταείσατο
καταέννυμι
καταζαίνω
καταζάω
κατάζευγμα
καταζεύγνυμι
καταζευγοτροφέω
κατάζευξις
καταζηλόω
καταζητέω
καταζοφόω
καταζυγίς
κατάζυμος
καταζῶ
καταζωμεύω
καταζώννυμι
κατάζωσμα
καταζώστης
καταζωστικός
καταθαλαττόω
καταθαμβέομαι
View word page
καταζοφόω
to be darkened

ShortDef

to be darkened

Debugging

Headword:
καταζοφόω
Headword (normalized):
καταζοφόω
Headword (normalized/stripped):
καταζοφοω
IDX:
45616
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45617
Key:

Data

{'content': 'to be darkened'}