Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταδύω
κατᾴδω
καταδωροδοκέω
καταείσατο
καταέννυμι
καταζαίνω
καταζάω
κατάζευγμα
καταζεύγνυμι
καταζευγοτροφέω
κατάζευξις
καταζηλόω
καταζητέω
καταζοφόω
καταζυγίς
κατάζυμος
καταζῶ
καταζωμεύω
καταζώννυμι
κατάζωσμα
καταζώστης
View word page
κατάζευξις
a yoking together

ShortDef

a yoking together

Debugging

Headword:
κατάζευξις
Headword (normalized):
κατάζευξις
Headword (normalized/stripped):
καταζευξις
IDX:
45613
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45614
Key:

Data

{'content': 'a yoking together'}