Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταδυστής
καταδυσωπέω
καταδύω
κατᾴδω
καταδωροδοκέω
καταείσατο
καταέννυμι
καταζαίνω
καταζάω
κατάζευγμα
καταζεύγνυμι
καταζευγοτροφέω
κατάζευξις
καταζηλόω
καταζητέω
καταζοφόω
καταζυγίς
κατάζυμος
καταζῶ
καταζωμεύω
καταζώννυμι
View word page
καταζεύγνυμι
to yoke together, yoke

ShortDef

to yoke together, yoke

Debugging

Headword:
καταζεύγνυμι
Headword (normalized):
καταζεύγνυμι
Headword (normalized/stripped):
καταζευγνυμι
IDX:
45611
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45612
Key:

Data

{'content': 'to yoke together, yoke'}