Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταδυναστεύω
κατάδυσις
καταδυστής
καταδυσωπέω
καταδύω
κατᾴδω
καταδωροδοκέω
καταείσατο
καταέννυμι
καταζαίνω
καταζάω
κατάζευγμα
καταζεύγνυμι
καταζευγοτροφέω
κατάζευξις
καταζηλόω
καταζητέω
καταζοφόω
καταζυγίς
κατάζυμος
καταζῶ
View word page
καταζάω
to live on

ShortDef

to live on

Debugging

Headword:
καταζάω
Headword (normalized):
καταζάω
Headword (normalized/stripped):
καταζαω
IDX:
45609
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45610
Key:

Data

{'content': 'to live on'}