Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμετρία
ἀμέτριος
ἀμετροβαθής
ἀμετρόβιος
ἀμετρόδικος
ἀμετροεπής
ἀμετροεπία
ἀμετρόκακος
ἀμετροπαθής
ἀμετροπότης
ἄμετρος
ἀμεύομαι
ἀμευσιεπής
ἀμεύσιμος
ἀμευσίπορος
ἄμη
ἁμῆ
ἀμήν
ἀμήνιτος
ἀμήνυτος
ἀμήρυτος
View word page
ἄμετρος
without measure, immense, excessive, boundless
ShortDef
without measure, immense, excessive, boundless
Debugging
Headword:
ἄμετρος
Headword (normalized):
ἄμετρος
Headword (normalized/stripped):
αμετρος
IDX:
4560
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4561
Key:
Data
{'content': 'without measure, immense, excessive, boundless'}