Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταδυναστεία
καταδυναστεύω
κατάδυσις
καταδυστής
καταδυσωπέω
καταδύω
κατᾴδω
καταδωροδοκέω
καταείσατο
καταέννυμι
καταζαίνω
καταζάω
κατάζευγμα
καταζεύγνυμι
καταζευγοτροφέω
κατάζευξις
καταζηλόω
καταζητέω
καταζοφόω
καταζυγίς
κατάζυμος
View word page
καταζαίνω
to make quite dry, parch quite up

ShortDef

to make quite dry, parch quite up

Debugging

Headword:
καταζαίνω
Headword (normalized):
καταζαίνω
Headword (normalized/stripped):
καταζαινω
IDX:
45608
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45609
Key:

Data

{'content': 'to make quite dry, parch quite up'}