Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταδρύπτω
καταδρυφάσσω
καταδυναστεία
καταδυναστεύω
κατάδυσις
καταδυστής
καταδυσωπέω
καταδύω
κατᾴδω
καταδωροδοκέω
καταείσατο
καταέννυμι
καταζαίνω
καταζάω
κατάζευγμα
καταζεύγνυμι
καταζευγοτροφέω
κατάζευξις
καταζηλόω
καταζητέω
καταζοφόω
View word page
καταείσατο
had sped
ShortDef
had sped
Debugging
Headword:
καταείσατο
Headword (normalized):
καταείσατο
Headword (normalized/stripped):
καταεισατο
IDX:
45606
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45607
Key:
Data
{'content': 'had sped'}