Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάδρυμος
καταδρύπτω
καταδρυφάσσω
καταδυναστεία
καταδυναστεύω
κατάδυσις
καταδυστής
καταδυσωπέω
καταδύω
κατᾴδω
καταδωροδοκέω
καταείσατο
καταέννυμι
καταζαίνω
καταζάω
κατάζευγμα
καταζεύγνυμι
καταζευγοτροφέω
κατάζευξις
καταζηλόω
καταζητέω
View word page
καταδωροδοκέω
to take presents

ShortDef

to take presents

Debugging

Headword:
καταδωροδοκέω
Headword (normalized):
καταδωροδοκέω
Headword (normalized/stripped):
καταδωροδοκεω
IDX:
45605
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45606
Key:

Data

{'content': 'to take presents'}