Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταδροσίζω
κατάδρυμμα
κατάδρυμος
καταδρύπτω
καταδρυφάσσω
καταδυναστεία
καταδυναστεύω
κατάδυσις
καταδυστής
καταδυσωπέω
καταδύω
κατᾴδω
καταδωροδοκέω
καταείσατο
καταέννυμι
καταζαίνω
καταζάω
κατάζευγμα
καταζεύγνυμι
καταζευγοτροφέω
κατάζευξις
View word page
καταδύω
to go down, sink, set

ShortDef

to go down, sink, set

Debugging

Headword:
καταδύω
Headword (normalized):
καταδύω
Headword (normalized/stripped):
καταδυω
IDX:
45603
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45604
Key:

Data

{'content': 'to go down, sink, set'}