Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατάδρομος
καταδροσίζω
κατάδρυμμα
κατάδρυμος
καταδρύπτω
καταδρυφάσσω
καταδυναστεία
καταδυναστεύω
κατάδυσις
καταδυστής
καταδυσωπέω
καταδύω
κατᾴδω
καταδωροδοκέω
καταείσατο
καταέννυμι
καταζαίνω
καταζάω
κατάζευγμα
καταζεύγνυμι
καταζευγοτροφέω
View word page
καταδυσωπέω
to put to the blush by earnest intreaty
ShortDef
to put to the blush by earnest intreaty
Debugging
Headword:
καταδυσωπέω
Headword (normalized):
καταδυσωπέω
Headword (normalized/stripped):
καταδυσωπεω
IDX:
45602
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45603
Key:
Data
{'content': 'to put to the blush by earnest intreaty'}