Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταδρομή
κατάδρομος
καταδροσίζω
κατάδρυμμα
κατάδρυμος
καταδρύπτω
καταδρυφάσσω
καταδυναστεία
καταδυναστεύω
κατάδυσις
καταδυστής
καταδυσωπέω
καταδύω
κατᾴδω
καταδωροδοκέω
καταείσατο
καταέννυμι
καταζαίνω
καταζάω
κατάζευγμα
καταζεύγνυμι
View word page
καταδυστής
one who dips under

ShortDef

one who dips under

Debugging

Headword:
καταδυστής
Headword (normalized):
καταδυστής
Headword (normalized/stripped):
καταδυστης
IDX:
45601
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45602
Key:

Data

{'content': 'one who dips under'}