Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταδράσσομαι
καταδρέπω
καταδρομή
κατάδρομος
καταδροσίζω
κατάδρυμμα
κατάδρυμος
καταδρύπτω
καταδρυφάσσω
καταδυναστεία
καταδυναστεύω
κατάδυσις
καταδυστής
καταδυσωπέω
καταδύω
κατᾴδω
καταδωροδοκέω
καταείσατο
καταέννυμι
καταζαίνω
καταζάω
View word page
καταδυναστεύω
to exercise power over

ShortDef

to exercise power over

Debugging

Headword:
καταδυναστεύω
Headword (normalized):
καταδυναστεύω
Headword (normalized/stripped):
καταδυναστευω
IDX:
45599
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45600
Key:

Data

{'content': 'to exercise power over'}