Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁγίζω
ἀγινέω
ἁγιολόγος
ἁγιοποιέω
ἅγιος
ἁγιότης
Ἆγις
ἁγισμός
ἁγιστεία
ἁγίστευμα
ἁγιστεύω
ἁγιστός
ἁγιστύς
ἁγιώδως
ἁγιωσύνη
ἀγκάζομαι
ἄγκαθεν
Ἀγκαῖος
ἀγκάλη
ἀγκαλιδαγωγέω
ἀγκαλιδαγωγός
View word page
ἁγιστεύω
to perform sacred rites

ShortDef

to perform sacred rites

Debugging

Headword:
ἁγιστεύω
Headword (normalized):
ἁγιστεύω
Headword (normalized/stripped):
αγιστευω
IDX:
455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-456
Key:

Data

{'content': 'to perform sacred rites'}