Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κατάδουποι
καταδοχή
καταδράσσομαι
καταδρέπω
καταδρομή
κατάδρομος
καταδροσίζω
κατάδρυμμα
κατάδρυμος
καταδρύπτω
καταδρυφάσσω
καταδυναστεία
καταδυναστεύω
κατάδυσις
καταδυστής
καταδυσωπέω
καταδύω
κατᾴδω
καταδωροδοκέω
καταείσατο
καταέννυμι
View word page
καταδρυφάσσω
hedge

ShortDef

hedge

Debugging

Headword:
καταδρυφάσσω
Headword (normalized):
καταδρυφάσσω
Headword (normalized/stripped):
καταδρυφασσω
IDX:
45597
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45598
Key:

Data

{'content': 'hedge'}