Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταδούλωσις
καταδουπέω
Κατάδουποι
καταδοχή
καταδράσσομαι
καταδρέπω
καταδρομή
κατάδρομος
καταδροσίζω
κατάδρυμμα
κατάδρυμος
καταδρύπτω
καταδρυφάσσω
καταδυναστεία
καταδυναστεύω
κατάδυσις
καταδυστής
καταδυσωπέω
καταδύω
κατᾴδω
καταδωροδοκέω
View word page
κατάδρυμος
thickly wooded

ShortDef

thickly wooded

Debugging

Headword:
κατάδρυμος
Headword (normalized):
κατάδρυμος
Headword (normalized/stripped):
καταδρυμος
IDX:
45595
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45596
Key:

Data

{'content': 'thickly wooded'}