Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατάδουλος
καταδουλόω
καταδούλωσις
καταδουπέω
Κατάδουποι
καταδοχή
καταδράσσομαι
καταδρέπω
καταδρομή
κατάδρομος
καταδροσίζω
κατάδρυμμα
κατάδρυμος
καταδρύπτω
καταδρυφάσσω
καταδυναστεία
καταδυναστεύω
κατάδυσις
καταδυστής
καταδυσωπέω
καταδύω
View word page
καταδροσίζω
drench
ShortDef
drench
Debugging
Headword:
καταδροσίζω
Headword (normalized):
καταδροσίζω
Headword (normalized/stripped):
καταδροσιζω
IDX:
45593
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45594
Key:
Data
{'content': 'drench'}