Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταδουλεύομαι
καταδουλισμός
κατάδουλος
καταδουλόω
καταδούλωσις
καταδουπέω
Κατάδουποι
καταδοχή
καταδράσσομαι
καταδρέπω
καταδρομή
κατάδρομος
καταδροσίζω
κατάδρυμμα
κατάδρυμος
καταδρύπτω
καταδρυφάσσω
καταδυναστεία
καταδυναστεύω
κατάδυσις
καταδυστής
View word page
καταδρομή
an inroad, raid

ShortDef

an inroad, raid

Debugging

Headword:
καταδρομή
Headword (normalized):
καταδρομή
Headword (normalized/stripped):
καταδρομη
IDX:
45591
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45592
Key:

Data

{'content': 'an inroad, raid'}