Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάδοσις
καταδουλεύομαι
καταδουλισμός
κατάδουλος
καταδουλόω
καταδούλωσις
καταδουπέω
Κατάδουποι
καταδοχή
καταδράσσομαι
καταδρέπω
καταδρομή
κατάδρομος
καταδροσίζω
κατάδρυμμα
κατάδρυμος
καταδρύπτω
καταδρυφάσσω
καταδυναστεία
καταδυναστεύω
κατάδυσις
View word page
καταδρέπω
to strip off from

ShortDef

to strip off from

Debugging

Headword:
καταδρέπω
Headword (normalized):
καταδρέπω
Headword (normalized/stripped):
καταδρεπω
IDX:
45590
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45591
Key:

Data

{'content': 'to strip off from'}