Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταδοξάζω
κατάδοσις
καταδουλεύομαι
καταδουλισμός
κατάδουλος
καταδουλόω
καταδούλωσις
καταδουπέω
Κατάδουποι
καταδοχή
καταδράσσομαι
καταδρέπω
καταδρομή
κατάδρομος
καταδροσίζω
κατάδρυμμα
κατάδρυμος
καταδρύπτω
καταδρυφάσσω
καταδυναστεία
καταδυναστεύω
View word page
καταδράσσομαι
lay hold of

ShortDef

lay hold of

Debugging

Headword:
καταδράσσομαι
Headword (normalized):
καταδράσσομαι
Headword (normalized/stripped):
καταδρασσομαι
IDX:
45589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45590
Key:

Data

{'content': 'lay hold of'}