Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταδοκέω
καταδολεσχέω
καταδοξάζω
κατάδοσις
καταδουλεύομαι
καταδουλισμός
κατάδουλος
καταδουλόω
καταδούλωσις
καταδουπέω
Κατάδουποι
καταδοχή
καταδράσσομαι
καταδρέπω
καταδρομή
κατάδρομος
καταδροσίζω
κατάδρυμμα
κατάδρυμος
καταδρύπτω
καταδρυφάσσω
View word page
Κατάδουποι
the Cataracts

ShortDef

the Cataracts

Debugging

Headword:
Κατάδουποι
Headword (normalized):
κατάδουποι
Headword (normalized/stripped):
καταδουποι
IDX:
45587
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45588
Key:

Data

{'content': 'the Cataracts'}