Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταδιωκτικός
καταδιώκω
καταδοκέω
καταδολεσχέω
καταδοξάζω
κατάδοσις
καταδουλεύομαι
καταδουλισμός
κατάδουλος
καταδουλόω
καταδούλωσις
καταδουπέω
Κατάδουποι
καταδοχή
καταδράσσομαι
καταδρέπω
καταδρομή
κατάδρομος
καταδροσίζω
κατάδρυμμα
κατάδρυμος
View word page
καταδούλωσις
enslavement, subjugation

ShortDef

enslavement, subjugation

Debugging

Headword:
καταδούλωσις
Headword (normalized):
καταδούλωσις
Headword (normalized/stripped):
καταδουλωσις
IDX:
45585
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45586
Key:

Data

{'content': 'enslavement, subjugation'}