Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταδιφθερόω
καταδιφρεύω
καταδιωκτικός
καταδιώκω
καταδοκέω
καταδολεσχέω
καταδοξάζω
κατάδοσις
καταδουλεύομαι
καταδουλισμός
κατάδουλος
καταδουλόω
καταδούλωσις
καταδουπέω
Κατάδουποι
καταδοχή
καταδράσσομαι
καταδρέπω
καταδρομή
κατάδρομος
καταδροσίζω
View word page
κατάδουλος
slave
ShortDef
slave
Debugging
Headword:
κατάδουλος
Headword (normalized):
κατάδουλος
Headword (normalized/stripped):
καταδουλος
IDX:
45583
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45584
Key:
Data
{'content': 'slave'}