Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατάδικος
καταδιφθερόω
καταδιφρεύω
καταδιωκτικός
καταδιώκω
καταδοκέω
καταδολεσχέω
καταδοξάζω
κατάδοσις
καταδουλεύομαι
καταδουλισμός
κατάδουλος
καταδουλόω
καταδούλωσις
καταδουπέω
Κατάδουποι
καταδοχή
καταδράσσομαι
καταδρέπω
καταδρομή
κατάδρομος
View word page
καταδουλισμός
enslavement
ShortDef
enslavement
Debugging
Headword:
καταδουλισμός
Headword (normalized):
καταδουλισμός
Headword (normalized/stripped):
καταδουλισμος
IDX:
45582
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45583
Key:
Data
{'content': 'enslavement'}