Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταδίκη
κατάδικος
καταδιφθερόω
καταδιφρεύω
καταδιωκτικός
καταδιώκω
καταδοκέω
καταδολεσχέω
καταδοξάζω
κατάδοσις
καταδουλεύομαι
καταδουλισμός
κατάδουλος
καταδουλόω
καταδούλωσις
καταδουπέω
Κατάδουποι
καταδοχή
καταδράσσομαι
καταδρέπω
καταδρομή
View word page
καταδουλεύομαι
reduce to slavery

ShortDef

reduce to slavery

Debugging

Headword:
καταδουλεύομαι
Headword (normalized):
καταδουλεύομαι
Headword (normalized/stripped):
καταδουλευομαι
IDX:
45581
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45582
Key:

Data

{'content': 'reduce to slavery'}