Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταδικαστικός
καταδίκη
κατάδικος
καταδιφθερόω
καταδιφρεύω
καταδιωκτικός
καταδιώκω
καταδοκέω
καταδολεσχέω
καταδοξάζω
κατάδοσις
καταδουλεύομαι
καταδουλισμός
κατάδουλος
καταδουλόω
καταδούλωσις
καταδουπέω
Κατάδουποι
καταδοχή
καταδράσσομαι
καταδρέπω
View word page
κατάδοσις
instalment
ShortDef
instalment
Debugging
Headword:
κατάδοσις
Headword (normalized):
κατάδοσις
Headword (normalized/stripped):
καταδοσις
IDX:
45580
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45581
Key:
Data
{'content': 'instalment'}