Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταδικαστής
καταδικαστικός
καταδίκη
κατάδικος
καταδιφθερόω
καταδιφρεύω
καταδιωκτικός
καταδιώκω
καταδοκέω
καταδολεσχέω
καταδοξάζω
κατάδοσις
καταδουλεύομαι
καταδουλισμός
κατάδουλος
καταδουλόω
καταδούλωσις
καταδουπέω
Κατάδουποι
καταδοχή
καταδράσσομαι
View word page
καταδοξάζω
have a negative opinion about; form a wrong opinion

ShortDef

have a negative opinion about; form a wrong opinion

Debugging

Headword:
καταδοξάζω
Headword (normalized):
καταδοξάζω
Headword (normalized/stripped):
καταδοξαζω
IDX:
45579
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45580
Key:

Data

{'content': 'have a negative opinion about; form a wrong opinion'}