Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμέτοχος
ἀμέτρητος
ἀμετρί
ἀμετρία
ἀμέτριος
ἀμετροβαθής
ἀμετρόβιος
ἀμετρόδικος
ἀμετροεπής
ἀμετροεπία
ἀμετρόκακος
ἀμετροπαθής
ἀμετροπότης
ἄμετρος
ἀμεύομαι
ἀμευσιεπής
ἀμεύσιμος
ἀμευσίπορος
ἄμη
ἁμῆ
ἀμήν
View word page
ἀμετρόκακος
immeasurably bad

ShortDef

immeasurably bad

Debugging

Headword:
ἀμετρόκακος
Headword (normalized):
ἀμετρόκακος
Headword (normalized/stripped):
αμετροκακος
IDX:
4557
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4558
Key:

Data

{'content': 'immeasurably bad'}