Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταδίδωμι
καταδιήγησις
καταδικάζω
καταδικαστής
καταδικαστικός
καταδίκη
κατάδικος
καταδιφθερόω
καταδιφρεύω
καταδιωκτικός
καταδιώκω
καταδοκέω
καταδολεσχέω
καταδοξάζω
κατάδοσις
καταδουλεύομαι
καταδουλισμός
κατάδουλος
καταδουλόω
καταδούλωσις
καταδουπέω
View word page
καταδιώκω
to pursue closely

ShortDef

to pursue closely

Debugging

Headword:
καταδιώκω
Headword (normalized):
καταδιώκω
Headword (normalized/stripped):
καταδιωκω
IDX:
45576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45577
Key:

Data

{'content': 'to pursue closely'}