Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταδιαφθείρω
καταδίδωμι
καταδιήγησις
καταδικάζω
καταδικαστής
καταδικαστικός
καταδίκη
κατάδικος
καταδιφθερόω
καταδιφρεύω
καταδιωκτικός
καταδιώκω
καταδοκέω
καταδολεσχέω
καταδοξάζω
κατάδοσις
καταδουλεύομαι
καταδουλισμός
κατάδουλος
καταδουλόω
καταδούλωσις
View word page
καταδιωκτικός
pursuing

ShortDef

pursuing

Debugging

Headword:
καταδιωκτικός
Headword (normalized):
καταδιωκτικός
Headword (normalized/stripped):
καταδιωκτικος
IDX:
45575
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45576
Key:

Data

{'content': 'pursuing'}