Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταδιαιτάω
καταδιαλλάσσω
καταδιαφθείρω
καταδίδωμι
καταδιήγησις
καταδικάζω
καταδικαστής
καταδικαστικός
καταδίκη
κατάδικος
καταδιφθερόω
καταδιφρεύω
καταδιωκτικός
καταδιώκω
καταδοκέω
καταδολεσχέω
καταδοξάζω
κατάδοσις
καταδουλεύομαι
καταδουλισμός
κατάδουλος
View word page
καταδιφθερόω
cover over with skins

ShortDef

cover over with skins

Debugging

Headword:
καταδιφθερόω
Headword (normalized):
καταδιφθερόω
Headword (normalized/stripped):
καταδιφθεροω
IDX:
45573
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45574
Key:

Data

{'content': 'cover over with skins'}