Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταδιαίρεσις
καταδιαιρέω
καταδιαιτάω
καταδιαλλάσσω
καταδιαφθείρω
καταδίδωμι
καταδιήγησις
καταδικάζω
καταδικαστής
καταδικαστικός
καταδίκη
κατάδικος
καταδιφθερόω
καταδιφρεύω
καταδιωκτικός
καταδιώκω
καταδοκέω
καταδολεσχέω
καταδοξάζω
κατάδοσις
καταδουλεύομαι
View word page
καταδίκη
judgment given against one: the damages awarded
ShortDef
judgment given against one: the damages awarded
Debugging
Headword:
καταδίκη
Headword (normalized):
καταδίκη
Headword (normalized/stripped):
καταδικη
IDX:
45571
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45572
Key:
Data
{'content': 'judgment given against one: the damages awarded'}