Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταδημοβορέω
καταδημοκοπέω
καταδιαίρεσις
καταδιαιρέω
καταδιαιτάω
καταδιαλλάσσω
καταδιαφθείρω
καταδίδωμι
καταδιήγησις
καταδικάζω
καταδικαστής
καταδικαστικός
καταδίκη
κατάδικος
καταδιφθερόω
καταδιφρεύω
καταδιωκτικός
καταδιώκω
καταδοκέω
καταδολεσχέω
καταδοξάζω
View word page
καταδικαστής
one who condemns

ShortDef

one who condemns

Debugging

Headword:
καταδικαστής
Headword (normalized):
καταδικαστής
Headword (normalized/stripped):
καταδικαστης
IDX:
45569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45570
Key:

Data

{'content': 'one who condemns'}