Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάδηλος
κατάδημα
καταδημαγωγέω
καταδημοβορέω
καταδημοκοπέω
καταδιαίρεσις
καταδιαιρέω
καταδιαιτάω
καταδιαλλάσσω
καταδιαφθείρω
καταδίδωμι
καταδιήγησις
καταδικάζω
καταδικαστής
καταδικαστικός
καταδίκη
κατάδικος
καταδιφθερόω
καταδιφρεύω
καταδιωκτικός
καταδιώκω
View word page
καταδίδωμι
to give away

ShortDef

to give away

Debugging

Headword:
καταδίδωμι
Headword (normalized):
καταδίδωμι
Headword (normalized/stripped):
καταδιδωμι
IDX:
45566
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45567
Key:

Data

{'content': 'to give away'}