Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταδηϊόω
καταδηλέομαι
κατάδηλος
κατάδημα
καταδημαγωγέω
καταδημοβορέω
καταδημοκοπέω
καταδιαίρεσις
καταδιαιρέω
καταδιαιτάω
καταδιαλλάσσω
καταδιαφθείρω
καταδίδωμι
καταδιήγησις
καταδικάζω
καταδικαστής
καταδικαστικός
καταδίκη
κατάδικος
καταδιφθερόω
καταδιφρεύω
View word page
καταδιαλλάσσω
to reconcile again

ShortDef

to reconcile again

Debugging

Headword:
καταδιαλλάσσω
Headword (normalized):
καταδιαλλάσσω
Headword (normalized/stripped):
καταδιαλλασσω
IDX:
45564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45565
Key:

Data

{'content': 'to reconcile again'}