Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταδέω2
καταδηϊόω
καταδηλέομαι
κατάδηλος
κατάδημα
καταδημαγωγέω
καταδημοβορέω
καταδημοκοπέω
καταδιαίρεσις
καταδιαιρέω
καταδιαιτάω
καταδιαλλάσσω
καταδιαφθείρω
καταδίδωμι
καταδιήγησις
καταδικάζω
καταδικαστής
καταδικαστικός
καταδίκη
κατάδικος
καταδιφθερόω
View word page
καταδιαιτάω
to decide as arbitrator against, give judgment against
ShortDef
to decide as arbitrator against, give judgment against
Debugging
Headword:
καταδιαιτάω
Headword (normalized):
καταδιαιτάω
Headword (normalized/stripped):
καταδιαιταω
IDX:
45563
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45564
Key:
Data
{'content': 'to decide as arbitrator against, give judgment against'}