Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταδέω
καταδέω2
καταδηϊόω
καταδηλέομαι
κατάδηλος
κατάδημα
καταδημαγωγέω
καταδημοβορέω
καταδημοκοπέω
καταδιαίρεσις
καταδιαιρέω
καταδιαιτάω
καταδιαλλάσσω
καταδιαφθείρω
καταδίδωμι
καταδιήγησις
καταδικάζω
καταδικαστής
καταδικαστικός
καταδίκη
κατάδικος
View word page
καταδιαιρέω
divide
ShortDef
divide
Debugging
Headword:
καταδιαιρέω
Headword (normalized):
καταδιαιρέω
Headword (normalized/stripped):
καταδιαιρεω
IDX:
45562
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45563
Key:
Data
{'content': 'divide'}