Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταδέχομαι
καταδέω
καταδέω2
καταδηϊόω
καταδηλέομαι
κατάδηλος
κατάδημα
καταδημαγωγέω
καταδημοβορέω
καταδημοκοπέω
καταδιαίρεσις
καταδιαιρέω
καταδιαιτάω
καταδιαλλάσσω
καταδιαφθείρω
καταδίδωμι
καταδιήγησις
καταδικάζω
καταδικαστής
καταδικαστικός
καταδίκη
View word page
καταδιαίρεσις
division
ShortDef
division
Debugging
Headword:
καταδιαίρεσις
Headword (normalized):
καταδιαίρεσις
Headword (normalized/stripped):
καταδιαιρεσις
IDX:
45561
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45562
Key:
Data
{'content': 'division'}