Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταδέτης
καταδεύω
καταδέχομαι
καταδέω
καταδέω2
καταδηϊόω
καταδηλέομαι
κατάδηλος
κατάδημα
καταδημαγωγέω
καταδημοβορέω
καταδημοκοπέω
καταδιαίρεσις
καταδιαιρέω
καταδιαιτάω
καταδιαλλάσσω
καταδιαφθείρω
καταδίδωμι
καταδιήγησις
καταδικάζω
καταδικαστής
View word page
καταδημοβορέω
to consume publicly

ShortDef

to consume publicly

Debugging

Headword:
καταδημοβορέω
Headword (normalized):
καταδημοβορέω
Headword (normalized/stripped):
καταδημοβορεω
IDX:
45559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45560
Key:

Data

{'content': 'to consume publicly'}