Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμεταχείριστος
ἀμέτοιστος
ἀμέτοχος
ἀμέτρητος
ἀμετρί
ἀμετρία
ἀμέτριος
ἀμετροβαθής
ἀμετρόβιος
ἀμετρόδικος
ἀμετροεπής
ἀμετροεπία
ἀμετρόκακος
ἀμετροπαθής
ἀμετροπότης
ἄμετρος
ἀμεύομαι
ἀμευσιεπής
ἀμεύσιμος
ἀμευσίπορος
ἄμη
View word page
ἀμετροεπής
unmeasured in words

ShortDef

unmeasured in words

Debugging

Headword:
ἀμετροεπής
Headword (normalized):
ἀμετροεπής
Headword (normalized/stripped):
αμετροεπης
IDX:
4555
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4556
Key:

Data

{'content': 'unmeasured in words'}