Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατάδεσμος
καταδέτης
καταδεύω
καταδέχομαι
καταδέω
καταδέω2
καταδηϊόω
καταδηλέομαι
κατάδηλος
κατάδημα
καταδημαγωγέω
καταδημοβορέω
καταδημοκοπέω
καταδιαίρεσις
καταδιαιρέω
καταδιαιτάω
καταδιαλλάσσω
καταδιαφθείρω
καταδίδωμι
καταδιήγησις
καταδικάζω
View word page
καταδημαγωγέω
to conquer by the arts of a demagogue
ShortDef
to conquer by the arts of a demagogue
Debugging
Headword:
καταδημαγωγέω
Headword (normalized):
καταδημαγωγέω
Headword (normalized/stripped):
καταδημαγωγεω
IDX:
45558
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45559
Key:
Data
{'content': 'to conquer by the arts of a demagogue'}